- ελεοθερίο
- η1) β разя. знач свобода;
ελεοθερίο σκέψεως (συνειδήσεως) — свобода мысли (совести);
ελεοθερίο γνώμης — свобода высказываний;
ελεοθερίο του τύπου (τού λόγου) — свобода печати (слова);
πολιτικές ελεοθερίες — гражданские свободы;
ελεοθερίο της βουλήσεως — свобода воли;
ελεοθερίο του ατόμου — свобода личности;
αστική ελεοθερίο — гражданские права;
ελεοθερίο του συνέρχεσθοι (τού συνεταιρίζεσθαι) — свобода собраний (объединений);
έχω πλήρη ελεοθερίο ενεργείας (δράσεως) — иметь полную свободу действий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.